Αγαπητοί φίλοι,γνωστοί και άγνωστοι, σας καλωσορίζω στο προσωπικό μου blog. Σας ευχαριστώ για την τιμή και το χρόνο που αφιερώσατε, για να το επισκεπτείτε...με τιμή π. Αντώνιος Χρήστου

Συνολικές προβολές σελίδας

ΑΝΑΖΗΤΕΙΤΕ ΚΑΤΙ; ΕΛΕΥΘΕΡΑ....

Translate-Μετάφραση σε άλλη γλώσσα

Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀ­να­στα­σί­ου -Προηγουμένου Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου :ΛΟΓΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΚΔΗΜΙᾼ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΣΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΑΓΑΘΗΣ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ.


 Στη φωτογραφία ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γλυφάδας, τελεί Τρισάγιο μετά την Εξόδιο της Μακαριστής Καθηγουμένης.

Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀ­να­στα­σί­ου
Προηγουμένου Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
ΛΟΓΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΚΔΗΜΙᾼ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΣΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΑΓΑΘΗΣ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
3 Μα­ΐ­ου 2011

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Ποι­με­νάρ­χα μας, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, τί­μιον πρε­σβυ­τέ­ριον, Χρι­στοῦ δι­α­κο­νί­α, σε­βα­στοί Ἅ­γιοι Κα­θη­γού­με­νοι καί πα­τέ­ρες, ὁ­σι­ώ­τα­τες Γε­ρόν­τισ­σες καί ἀ­δελ­φές, (ἀ­ξι­ό­τι­με κ. Ἀν­τι­πε­ρι­φε­ρειά­ρχα), ἀ­ξι­ό­τι­με κ. Δή­μαρ­χε, ἐν­τι­μώ­τα­τοι ἄρ­χον­τες τοῦ τό­που μας, προ­σφι­λέ­στα­τοι ἀ­δελ­φοί μας.
Τό νά ἐ­πι­χει­ρή­σει κα­νείς νά πε­ρι­γρά­ψει τήν προ­σω­πι­κό­τη­τα, τήν μο­να­χι­κή πα­ρου­σί­α καί τήν προ­σφο­ρά τῆς προ­σφι­λέ­στα­τής μας Γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γά­θης φαν­τά­ζει ἐκ τῶν προ­τέ­ρων ὡς με­γά­λο τόλ­μη­μα. Κι αὐ­τό για­τί ἡ Γε­ρόν­τισ­σα Ἀ­γά­θη εἶ­χε κα­τά πο­λύ ὑ­περ­βεῖ τά συμ­βα­τι­κά με­γέ­θη μο­να­χι­κοῦ ἤ­θους καί βι­ο­τῆς, ἀ­γά­πης γιά τόν μο­να­χι­σμό καί τόν ἡ­γι­α­σμέ­νο ἁ­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κο χῶ­ρο μας, αὐ­τα­παρ­νή­σε­ως καί προ­σφο­ρᾶς σ’ αὐ­τόν καί τήν εὐ­λο­γη­μέ­νη ἀ­δελ­φό­τη­τά της.
Ἡ πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς τῆς κε­κοι­μη­μέ­νης Γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γά­θης ὑ­πῆρ­ξε, κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α θά λέ­γα­με, σταυ­ρο­α­να­στά­σι­μη. Μιά εὐ­λο­γη­μέ­νη πο­ρεί­α πλού­σιας πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­γεί­ας μέ­σα ἀ­πό χρό­νι­ες σο­βα­ρές σω­μα­τι­κές ἀ­σθέ­νει­ες· μιά πο­ρεί­α πνευ­μα­τι­κῆς σω­φρο­σύ­νης, συ­νέ­σε­ως καί δι­α­κρί­σε­ως, πού ἐκ­μη­δέ­νι­ζε τήν ὑ­στέ­ρη­ση στήν κο­σμι­κή γνώ­ση καί θύ­ρα­θεν παι­δεί­α· μιά ἐμ­πνευ­σμέ­νη κα­θο­δή­γη­ση καί δι­α­ποί­μαν­ση τῆς ἀ­δελ­φό­τη­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου κρυμ­μέ­νη, πολ­λές φο­ρές, πί­σω ἀ­πό τήν φυ­σι­κή συ­στο­λή καί ντρο­πα­λό­τη­τα τοῦ χα­ρα­κτῆ­ρος της.
Ὡς πνευ­μα­τι­κός της πα­τέ­ρας συν­δε­θή­κα­με πνευ­μα­τι­κά μα­ζί της ἀ­μέ­σως με­τά τήν ἐκ­δη­μί­α τῆς μα­κα­ρι­στῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γα­θο­κλή­της τό 1982, ὅ­ταν καί ἀ­να­λά­βα­με τήν δι­α­κο­νί­α τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ τῆς ἀ­δελ­φό­τη­τος με­τά τήν ἐ­πί­μο­νη πα­ραί­νε­ση καί τήν εὐ­χή τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Γέ­ρον­τός μας Σπυ­ρί­δω­νος Ξέ­νου. Ἔ­κτο­τε γνω­ρί­σα­με καί πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με ἀ­πό πο­λύ κον­τά τήν εὐ­λο­γη­μέ­νη πα­ρου­σί­α της, τόν αἱ­μα­τη­ρό, πολ­λές φο­ρές, ἀ­γώ­να της καί τήν πλού­σια καί ἀ­νε­κτί­μη­τη προ­σφο­ρά της στό Ἱ­ε­ρό Κοι­νό­βιο τοῦ Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου καί στό Μο­να­στι­κό Κέν­τρο τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων συ­νο­λι­κά.
Γνω­ρί­σα­με καί ζή­σα­με δί­πλα της τήν μαρ­τυ­ρι­κή της προ­σπά­θεια, ὡς το­πο­τη­ρή­τρια τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς, με­τά τήν ἐκ­δη­μί­α τῆς μα­κα­ρι­στῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γα­θο­κλή­της, γιά τήν δι­ά­σω­ση καί τήν δι­α­φύ­λα­ξη ἀ­κό­μη καί αὐ­τῆς τῆς ἴ­διας τῆς συ­νε­χί­σε­ως τῆς πα­ρου­σί­ας τῆς ἀ­δελ­φό­τη­τος, πού κιν­δύ­νε­ψε τό­τε σο­βα­ρά.
Γνω­ρί­σα­με καί ζή­σα­με δί­πλα της τήν ἀ­μέ­ρι­στη συμ­πα­ρά­στα­σή της πρός τήν νέ­α Κα­θη­γου­μέ­νη, πού δι­α­δέ­χθη­κε τήν μα­κα­ρι­στή γε­ρόν­τισ­σα Ἀ­γα­θο­κλή­τη, τήν μα­κα­ρι­στή γε­ρόν­τισ­σα Χρι­στο­νύμ­φη καί τήν πο­λύ­τι­μη στή­ρι­ξη τῆς ἀ­δελ­φό­τη­τος κα­θ’ ὅ­λη τήν διά­ρκεια τῆς δο­κι­μα­σί­ας τῆς ὑ­γεί­ας μέ­χρι καί τήν ἐκ­δη­μί­α τῆς μα­κα­ρι­στῆς Χρι­στο­νύμ­φης.
Ὡς μο­να­χή τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, καί πρίν ἀ­κό­μη ἐ­κλε­γεῖ Κα­θη­γου­μέ­νη, ἡ μα­κα­ρι­στή Γε­ρόν­τισ­σα Ἀ­γά­θη ἦ­ταν, κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α, αὐ­τό πού συ­χνά λέ­με ἡ «ση­μαί­α» τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς. Ἦ­ταν τό σῆ­μα κα­τα­τε­θέν καί τό ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς της· ἦ­ταν τό σύμ­βο­λο, ἡ ἐν­σάρ­κω­ση, τό ὁ­ρα­τό καί αἰ­σθη­τό ση­μεῖ­ο τῆς ἑ­νό­τη­τος, τῆς δι­α­τη­ρή­σε­ως καί τῆς ἀ­πα­ρα­σά­λευ­της πο­ρεί­ας τῆς Μο­νῆς· ἦ­ταν τό στα­θε­ρό θε­μέ­λιο, πού ἄν­τε­χε τούς κρα­δα­σμούς· ὁ ἀ­τσά­λι­νος βρά­χος, πού ἔ­με­νε ὄρ­θιος στίς δο­κι­μα­σί­ες· τό ψι­λό­κορ­μο κυ­πα­ρίσ­σι, πού δέν λυ­γοῦ­σε καί δέν τσά­κι­ζε στούς ἀ­νέ­μους· ἡ μα­λα­κή ἀμ­μου­διά, πού στέ­γνω­νε τίς φου­σκο­θα­λασ­σι­ές.
Λί­γο με­τά τήν ἐ­κλο­γή της ὡς Κα­θη­γου­μέ­νης τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου ἕ­να ἀ­κό­μη σο­βα­ρό­τα­το πρό­βλη­μα ὑ­γεί­ας (αὐ­τό τῆς καρ­δι­ο­πά­θειας) προ­στέ­θη­κε στήν ἤ­δη ἀ­πό χρό­νια ἐ­πι­βα­ρυ­μέ­νη κα­τά­στα­ση τῆς ὑ­γεί­ας της καί ἔ­με­λε ἔ­κτο­τε σέ ὅ­λη τήν πο­ρεί­α τῆς εἰ­κο­σα­ε­τοῦς καί πλέ­ον ἡ­γου­με­νί­ας της νά ἐ­πα­λη­θεύ­ει κα­θη­με­ρι­νά τό ἁ­γι­ο­γρα­φι­κό λό­γιο «ἡ γάρ δύ­να­μίς μου ἐν ἀ­σθε­νεί­ᾳ τε­λει­οῦ­ται».
Στήν πε­ρί­πτω­ση τῆς μα­κα­ρι­στῆς μας Γε­ρόν­τισ­σας δι­α­ψεύ­στη­καν ὅ­λα τά ἀν­θρώ­πι­να προ­γνω­στι­κά καί κα­ταρ­ρί­φθη­καν ὅ­λα τά στα­τι­στι­κά. Δι­α­ψεύ­σθη­κε κά­θε ἀ­πό­πει­ρα λο­γι­κῆς ἑρ­μη­νεί­ας, προ­βλέ­ψε­ως ἤ προ­γραμ­μα­τι­σμοῦ τῆς πο­ρεί­ας της. Ἀ­πο­δεί­χθη­κε μέ τόν πιό ἀ­πό­λυ­το καί κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό τρό­πο ὅ­τι ὁ Θε­ός μέ­σα στήν πάν­σο­φη Οἰ­κο­νο­μί­α Του ἦ­ταν ὁ Μό­νος πού ὁ­ρί­ζει τήν ζω­ή της, ἀλ­λά καί αὐ­τή τοῦ Κοι­νο­βί­ου της ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νον­τας, ἔ­τσι τό ἁ­γι­ο­γρα­φι­κό: «ὅ­που Θε­ός βού­λε­ται νι­κᾶ­ται φύ­σε­ως τά­ξις».
Αὐ­τό ἦ­ταν τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί ἔ­τσι εὐ­δό­κη­σε, ὥ­στε ἡ νε­α­ρή μο­να­χή, πού ἐ­σπευ­σμέ­να ἐ­κά­ρη με­γα­λό­σχη­μη 45 χρό­νια πρίν (1964) γιά νά προ­λά­βει τόν ἐ­πι­κεί­με­νο θά­να­τό της, νά εἶ­ναι αὐ­τή, ἐ­πί τῆς ἡ­γου­με­νί­ας τῆς ὁποίας, πολ­λά χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ἡ γυ­ναι­κεί­α ἀ­δελ­φό­τη­τα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου γνώ­ρισε τήν πιό λαμ­πρή πε­ρί­ο­δο ἀ­πό τήν ἵ­δρυ­σή της.
Κι αὐ­τό κα­θώς ἡ μα­κα­ρι­στή Γε­ρόν­τισ­σα μέ τήν ἐγ­κάρ­δια ἀ­γά­πη της πρός τόν Νυμ­φί­ο τῆς ψυ­χῆς της, τήν θερ­μή προ­σευ­χή της, τήν πα­ροι­μι­ώ­δη τα­πεί­νω­ση καί ἁ­πλό­τη­τά της, τήν ὑ­πα­κο­ή της, τήν πρα­ό­τη­τά της, τήν με­γά­λη ἐ­λε­η­μο­σύ­νη της προ­σείλ­κυ­σε πλού­σια τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, πού εὐ­λό­γη­σε καί ἔ­δω­σε πλού­σια καρ­πο­φο­ρί­α στό ἔρ­γο της.
Ἡ γε­μά­τη κα­λο­σύ­νη καί ἀ­γά­πη καρ­διά της τήν ἔ­κα­νε τρυ­φε­ρή καί στορ­γι­κή μη­τέ­ρα τῶν πνευ­μα­τι­κῶν της τέ­κνων. Ἡ ἀ­νε­ξι­κα­κί­α καί ἡ συγ­κα­τα­βα­τι­κό­τη­τά της ἀ­νέ­παυ­ε δο­κι­μα­ζό­με­νες καί πο­νε­μέ­νες ψυ­χές. Ἡ ἀ­φε­λό­τη­τα τῆς καρ­δί­ας της, ἡ ἁ­γνό­τη­τα καί ἡ κα­θα­ρό­τη­τα τῆς σκέ­ψε­ώς της ἐ­λά­φρυ­νε καί ἀ­πο­φόρ­τι­ζε σύν­θε­τους λο­γι­σμούς ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νης βι­ο­θε­ω­ρί­ας καί ὀρ­θο­λο­γι­σμοῦ τῶν ὑ­πο­τα­κτι­κῶν της. Μέ τόν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό καί ἀ­να­βλύ­ζον­τα ἐκ κα­θα­ρῆς καρ­δί­ας κρυ­στάλ­λι­νο λό­γο της ἀ­πε­κά­λυ­πτε τήν κα­τά Θε­όν σο­φί­α καί ἐν ταυ­τῶ ἐ­πι­κά­λυ­πτε τήν κα­τά κό­σμον σο­φί­α καί θύ­ρα­θεν παι­δεί­α τῶν ὑ­πο­τα­κτι­κῶν της. Προ­σῆλ­θαν, ἔ­τσι, στό κοι­νό­βιό της πολ­λές νέ­ες μο­να­χές, τρι­πλα­σι­ά­ζον­τας τόν ἀ­ριθ­μό τῶν με­λῶν τῆς ἀ­δελ­φό­τη­τος.
Πα­ρό­τι ἡ ἴ­δια δέν ἔ­θε­τε ὡς πρώ­τη προ­τε­ραι­ό­τη­τα τήν ἐ­να­σχό­λη­ση μέ τά δι­οι­κη­τι­κά, στά χρό­νια τῆς ἡ­γου­με­νί­ας της ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου γνώ­ρι­σε μί­α ρι­ζι­κή ἀ­να­δι­ορ­γά­νω­ση στήν ἐ­σω­τε­ρι­κή της λει­τουρ­γί­α μέ ἀ­πό­λυ­το σε­βα­σμό στούς μο­να­χι­κούς θε­σμούς καί κα­νό­νες καί μί­α κτι­το­ρι­κῶν δι­α­στά­σε­ων κτι­ρια­κή ἀ­να­συγ­κρό­τη­ση.
Στίς μο­να­χές της δί­δα­σκε τήν πα­τρο­πα­ρά­δο­τη κα­λο­γε­ρι­κή τοῦ Γε­ρον­τι­κοῦ, τοῦ Εὐ­ερ­γε­τι­νοῦ καί τῆς Κλί­μα­κος. Πα­λαι­ᾶς κο­πῆς μο­να­χή ἡ ἴ­δια, μο­να­χή τοῦ κε­λιοῦ, τῆς σι­ω­πῆς, τοῦ ἡ­συ­χα­σμοῦ καί τῆς νή­ψε­ως, τοῦ «εὐ­λό­γη­σον», τοῦ «νά ΄ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο» καί τοῦ «συγ­χω­ρέ­στε με», ἁ­πλή καί πα­ρα­δο­σια­κή, εὐ­λα­βής, φι­λα­κό­λου­θη, ἀ­σκη­μέ­νη στήν προ­σευ­χή καί τήν εὐ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ, πού αὐ­τε­νερ­γοῦ­σε στήν καρ­διά της, προ­σέ­φε­ρε ἀ­νό­θευ­το μο­να­χι­κό λό­γο καί γε­ρον­τι­κή σο­φί­α. Ἀ­γα­ποῦ­σε τόν μο­να­χι­σμό καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τόν ἁ­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κο μο­να­χι­σμό γιά τήν δι­α­φύ­λα­ξη καί συ­νέ­χι­ση τοῦ ὁ­ποί­ου ἔ­θε­τε πάν­το­τε σέ δι­α­κο­νί­α προ­σφο­ρᾶς τήν ἀ­δελ­φό­τη­τά της.
Ἔ­τρε­φε βα­θειά εὐ­λά­βεια καί ἀ­γά­πη στόν λα­τρευ­τι­κό πλοῦ­το τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, στήν ἀ­νό­θευ­τη ἀ­λή­θεια καί τά ἱ­ε­ρά δόγ­μα­τα τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας καί ἡ ἀ­δελ­φό­τη­τά της ἔ­δι­δε πάν­το­τε ὁ­μο­λο­για­κή μαρ­τυ­ρί­α ὄν­τας κά­ποι­ες φο­ρές ἡ ὑ­πο­γρα­φή της ἡ μό­νη γυ­ναι­κεί­α ὑ­πο­γρα­φή σέ κεί­με­να πού στή­ρι­ζαν ἀ­νά­λο­γες προ­σπά­θει­ες.
Ἡ βε­βα­ρυ­μέ­νη κα­τά­στα­ση τῆς ὑ­γεί­ας της, οἱ συ­νε­χεῖς με­τα­φο­ρές της σέ πλεῖ­στα ὅ­σα νο­σο­κο­μεῖ­α, οἱ ἐ­πι­κίν­δυ­νες καί ἐ­πώ­δυ­νες ἐ­πεμ­βά­σεις στίς ὁ­ποῖ­ες κα­τά και­ρούς ὑ­πο­βαλ­λό­ταν προ­σέ­θε­ταν ἕ­να μαρ­τυ­ρι­κό καί ὁ­σια­κό χα­ρα­κτή­ρα στήν ὅ­λη βι­ο­τή της, ἀ­κό­μη καί σέ αὐ­τή τήν τε­λευ­τή της, ἀ­φοῦ ἡ προ­πομ­πή της, πού τε­λοῦ­με σή­με­ρα γί­νε­ται με­τά ἀ­πό πο­λύ με­γά­λη τα­λαι­πω­ρί­α. Στήν διά­ρκεια τῆς τε­λευ­ταί­ας πο­λύ­μη­νης νο­ση­λεί­ας της στό Ὠ­νά­σει­ο, καί εἰ­δι­κά τίς συ­νε­χεῖς ἡ­μέ­ρες τῆς ὀ­δυ­νη­ρῆς ἀ­πο­μο­νώ­σε­ώς της στήν μο­νά­δα ἐν­τα­τι­κῆς πα­ρα­κο­λου­θή­σε­ως, ἡ μό­νη ἀ­παν­το­χή καί ἐλ­πί­δα της ἦ­ταν ἡ ἀ­δι­ά­λει­πτη νο­ε­ρά εὐ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ, πού αὐ­τε­νερ­γοῦ­σε στήν καρ­διά της. Τό γε­γο­νός αὐ­τό, σύμ­φω­να μέ τά πα­τε­ρι­κά, εἶ­ναι ση­μεῖ­ο ἀ­να­γεν­νή­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που, δεῖγ­μα ὅ­τι ὁ προ­σευ­χό­με­νος καρ­δια­κά εἶ­ναι Να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.
Τό συ­νε­χές μαρ­τύ­ριο τῶν ἀ­σθε­νει­ῶν της τό ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε μέ πε­ρισ­σή ὑ­πο­μο­νή καί καρ­τε­ρι­κό­τη­τα, χω­ρίς γογ­γυ­σμό καί πα­ρά­πο­νο, χω­ρίς δυ­σα­να­σχέ­τη­ση καί προ­παν­τός χω­ρίς νά ρω­τή­σει πο­τέ τόν Θε­ό «για­τί» ὅ­λες αὐ­τές οἱ τα­λαι­πω­ρί­ες. Ἀν­τι­θέ­τως πάν­το­τε εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε ἐκ βά­θους καρ­δί­ας τόν Θε­ό, μέ συ­νε­χή, ἔν­το­νη καί ἐν­συ­νεί­δη­τη δο­ξο­λο­γί­α.
Οἱ δια­ρκεῖς ἀ­σθέ­νει­ές της ἐ­νί­σχυ­αν ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν μνή­μη θα­νά­του, πού πρέ­πει νά δι­α­κα­τέ­χει κά­θε μο­να­χό καί κά­θε πι­στό καί τήν ἕ­νω­ναν πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἀ­πό αὐ­τήν ἀ­κό­μη τήν ζω­ή, μέ τήν ὄν­τως ζω­ή, τήν ἀ­λη­θι­νή καί αἰ­ώ­νιο. Μέ αὐ­τήν πού εἶ­ναι ὁ μό­νι­μος προ­ο­ρι­σμός καί στό­χος ὅ­λων μας, ἀ­φοῦ κα­τά τόν Ἱ­ε­ρό Χρυ­σό­στο­μο δέν εἴ­μα­στε πο­λί­τες ἀλ­λά ὁ­δί­τες σ’ αὐ­τή τήν ἐ­πί­γει­ο ζω­ή.
Ὁ­δί­τες πού πο­ρευ­ό­μα­στε δια­ρκῶς πρός τήν οὐ­ρά­νιο Πα­τρί­δα μας. Πο­λί­της αὐ­τῆς τῆς Πα­τρί­δος εἶ­ναι τώ­ρα ἡ μα­κα­ρι­στή μας Γε­ρόν­τισ­σα. Τῆς Πα­τρί­δος πού τό­σο ἀ­γά­πη­σε καί πού τό­σο πό­θη­σε ἡ ψυ­χή της νά πο­ρευ­θεῖ, ἀ­φοῦ ἀ­φι­έ­ρω­σε τήν ζω­ή της στό Χρι­στό συγ­κα­τα­λε­γό­με­νη μέ «τούς τραυ­μα­τί­ες τοῦ θεί­ου Νυμ­φί­ου» καί ἦ­ταν πάν­το­τε νο­σταλ­γός τοῦ αἰ­ω­νί­ου Πά­σχα, τό ὁ­ποῖ­ο τώ­ρα εὐ­φραι­νό­με­νη ἀ­πο­λαμ­βά­νει.
Θά θέ­λα­με, κα­τα­κλεί­ον­τας, νά εὐ­χα­ρι­στή­σου­με καί ἐ­μεῖς ἀ­πό τήν πλευ­ρά μας τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το Ποι­με­νάρ­χη μας γιά τήν ἀ­γά­πη του πρός τήν μα­κα­ρι­στή Γε­ρόν­τισ­σα καί ὅ­λους τούς πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νους Ἁ­γί­ους Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, πού τι­μοῦν μέ τήν πα­ρου­σί­α τους τήν μα­κα­ρι­στή Γε­ρόν­τισ­σά μας καί εὔ­χον­ται γιά τήν ἀ­νά­παυ­ση τῆς ψυ­χῆς της, κα­θώς καί τό πλῆ­θος τῶν κλη­ρι­κῶν, μο­να­χῶν καί λα­ϊ­κῶν. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως δέ θά θέ­λα­με νά εὐ­χα­ρι­στή­σου­με τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το Μη­τρο­πο­λί­τη Γλυ­φά­δας κ. Παῦ­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος στά­θη­κε ἕ­νας ἀ­λη­θι­νός φύ­λα­κας ἄγ­γε­λος γιά τήν μα­κα­ρι­στή Γε­ρόν­τισ­σα κα­θ’ ὅ­λη τήν διά­ρκεια τῆς τε­λευ­ταί­ας καί πιό κρί­σι­μης πε­ρι­πέ­τειας τῆς ὑ­γεί­ας της καί τήν ἐ­πί μῆ­νες νο­ση­λεί­α της καί πα­ρα­μο­νή της στήν Ἀ­θή­να τό τε­λευ­ταῖ­ο ἑ­ξά­μη­νο μέ­χρι καί τήν  χθε­σι­νή προ­ε­τοι­μα­σί­α τοῦ σκη­νώ­μα­τός της. Εὐ­χα­ρι­στοῦ­με, ἐ­πί­σης, τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το Μη­τρο­πο­λί­τη Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ο, πού πα­ρά τήν με­γά­λη ἐ­πι­θυ­μί­α του νά πα­ρευ­ρί­σκε­ται ἐ­δῶ σή­με­ρα δέν κα­τέ­στη δυ­να­τόν λό­γῳ ἀ­νει­λημ­μέ­νων ὑ­πο­χρε­ώ­σε­ών του, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τά τό ἵ­διο δι­ά­στη­μα στή­ρι­ξε ποι­κι­λο­τρό­πως τήν μα­κα­ρι­στή γε­ρόν­τισ­σα, τίς ἀ­δελ­φές πού τήν δι­α­κο­νοῦ­σαν, ὅ­λη τήν ἀ­δελ­φό­τη­τα καί ἐ­μᾶς προ­σω­πι­κῶς, κυ­ρί­ως μέ τήν ἀ­πο­στο­λή πα­ρη­γο­ρη­τι­κῶν καί ἐ­νι­σχυ­τι­κῶν ἐ­πι­στο­λῶν ὑ­ψη­λοῦ θε­ο­λο­γι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου καί ἔμ­πλε­ων Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου. Τῆς ση­μαν­τι­κό­τα­της συμ­βο­λῆς καί τῶν δύ­ο ὡς ἄ­νω Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων εἴ­μα­στε μάρ­τυ­ρες καί πάν­τως εὐ­γνώ­μο­νες.
Σε­πτή καί σε­βα­στή μας Γε­ρόν­τισ­σα Ἀ­γά­θη, ὅ­σοι πα­ρευ­ρι­σκό­μα­στε τού­τη τήν ὥ­ρα στό Κα­θο­λι­κό τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς σου θά προ­πέμ­ψου­με λι­τα­νεύ­ον­τες τό τί­μιον Σκή­νω­μά σου στόν τό­πον τῆς ἐν γῆ ἀ­να­παύ­σε­ώς σου μέ ὕ­μνους, ὤ­δές καί δο­ξο­λο­γί­ες πρός τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό μας, εὐ­χό­με­νοι νά ἀ­να­παύ­σει, διά πρε­σβει­ῶν τῶν προ­στα­τῶν τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς σου, Ἁ­γί­ου Πρω­το­μάρ­τυ­ρος καί Ἀρ­χι­δι­α­κό­νου Στε­φά­νου καί τοῦ Ἁ­γί­ου Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Χα­ρα­λάμ­πους τοῦ θαυ­μα­τουρ­γοῦ, κα­θώς καί τῶν κτι­τό­ρων, ὁ­σί­ων Ἀν­τω­νί­ου καί Φι­λο­θέ­ου τῶν Με­τε­ω­ρι­τῶν, τήν κα­θα­ρή ψυ­χή σου «ἐν χώ­ρᾳ ζών­των καί ἐν σκη­ναῖς δι­καί­ων». Αἰ­ω­νί­α σου ἡ μνή­μη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ομιλίες π. Αντωνίου Χρήστου

Ομιλίες π. Αντωνίου Χρήστου
Πατήστε πάνω στην Εικόνα






Δημοφιλή